Εσπεράντο (eo) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

akuteco < akut- + -ec- + -o

  Ουσιαστικό επεξεργασία

πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική akuteco akutecoj
αιτιατική akutecon akutecojn

akuteco (eo)

  • η ιδιότητα του οξύς (για γωνίες, κλπ.)