akuta
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | akuta | akutaj |
αιτιατική | akutan | akutajn |
akuta (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | akuta | akutaj |
αιτιατική | akutan | akutajn |
akuta (eo)