akumulatoro
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- akumulatoro < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | akumulatoro | akumulatoroj |
αιτιατική | akumulatoron | akumulatorojn |
akumulatoro (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | akumulatoro | akumulatoroj |
αιτιατική | akumulatoron | akumulatorojn |
akumulatoro (eo)