akuŝejo
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | akuŝejo | akuŝejoj |
αιτιατική | akuŝejon | akuŝejojn |
akuŝejo (eo)
- το μαιευτήριο
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | akuŝejo | akuŝejoj |
αιτιατική | akuŝejon | akuŝejojn |
akuŝejo (eo)