aktujo
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- aktujo < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | aktujo | aktujoj |
αιτιατική | aktujon | aktujojn |
aktujo (eo)
- τσάντα με έγγραφα
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | aktujo | aktujoj |
αιτιατική | aktujon | aktujojn |
aktujo (eo)