akromateco
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | akromateco | akromatecoj |
αιτιατική | akromatecon | akromatecojn |
akromateco (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | akromateco | akromatecoj |
αιτιατική | akromatecon | akromatecojn |
akromateco (eo)