akrobatiko
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | akrobatiko | akrobatikoj |
αιτιατική | akrobatikon | akrobatikojn |
akrobatiko (eo)
- τα ακροβατικά
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | akrobatiko | akrobatikoj |
αιτιατική | akrobatikon | akrobatikojn |
akrobatiko (eo)