akonito
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | akonito | akonitoj |
αιτιατική | akoniton | akonitojn |
akonito (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | akonito | akonitoj |
αιτιατική | akoniton | akonitojn |
akonito (eo)