akompanantaro
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | akompanantaro | akompanantaroj |
αιτιατική | akompanantaron | akompanantarojn |
akompanantaro (eo)
- η συνοδεία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | akompanantaro | akompanantaroj |
αιτιατική | akompanantaron | akompanantarojn |
akompanantaro (eo)