akcentado
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | akcentado | akcentadoj |
αιτιατική | akcentadon | akcentadojn |
akcentado (eo)
- ο τονισμός
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | akcentado | akcentadoj |
αιτιατική | akcentadon | akcentadojn |
akcentado (eo)