akaro
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | akaro | akaroj |
αιτιατική | akaron | akarojn |
akaro (eo)
- το άκαρι
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | akaro | akaroj |
αιτιατική | akaron | akarojn |
akaro (eo)