akanto
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | akanto | akantoj |
αιτιατική | akanton | akantojn |
akanto (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | akanto | akantoj |
αιτιατική | akanton | akantojn |
akanto (eo)