akacio
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | akacio | akacioj |
αιτιατική | akacion | akaciojn |
akacio (eo)
- η ακακία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | akacio | akacioj |
αιτιατική | akacion | akaciojn |
akacio (eo)