Ετυμολογία

επεξεργασία
airspace < air + space (μαρτυρείται από το 1911)[1]

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
airspace airspaces

airspace (en)

Δείτε επίσης

επεξεργασία
  • airspace στην αγγλική Βικιπαίδεια  

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. airspace στο λεξικό Merriam-Webster