airman
Αγγλικά (en) επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
airman | airmen |
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
airman (en)
- (αεροπορικός όρος) ο πιλότος ενός αεροσκάφους
- (στρατιωτικός όρος, αεροπορικός όρος) αεροστρατιωτικός, οποιοσδήποτε στρατιωτικός της αεροπορίας (ή και πολίτης που εργάζεται σε εγκαταστάσεις της πολεμικής αεροπορίας)