ενικός         πληθυντικός  
airman airmen

  Ετυμολογία

επεξεργασία
airman < air + -man (μαρτυρείται από το 1873)[1]

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈeə.mən/ (βρετανικό)
 
ΔΦΑ : /ˈer.mən/ (ΗΠΑ)

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

airman (en)

  1. (αεροπορικός όρος) ο πιλότος ενός αεροσκάφους
  2. (στρατιωτικός όρος, αεροπορικός όρος) αεροστρατιωτικός, οποιοσδήποτε στρατιωτικός της αεροπορίας (ή και πολίτης που εργάζεται σε εγκαταστάσεις της πολεμικής αεροπορίας)

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. airman - Merriam–Webster Online Dictionary (μονόγλωσσο λεξικό, αγγλικά, από το 1828)