airliner
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
airliner | airliners |
airliner (en)
- (μέσο μεταφορών, αεροπορικός όρος) αεροσκάφος γραμμής, που μεταφέρει επιβάτες το οποίο ανήκει σε αεροπορική εταιρεία
Πηγές
επεξεργασία- ΟΜΕΟΔΕΚ (2015). Αγγλοελληνικό γλωσσάριο όρων Διαχείρισης Εναέριας Κυκλοφορίας (ΔΕΚ). Αθήνα: Υπηρεσία Πολιτικής Αεροπορίας.