Ετυμολογία

επεξεργασία
airliner < air + liner (μαρτυρείται από το 1914)[1]

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
airliner airliners

airliner (en)

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. airliner, στο λεξικό Merriam-Webster