aimé
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | aimé | aimés |
θηλυκό | aimée | aimées |
Προφορά
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαaimé (fr)
Μετοχή
επεξεργασίαaimé (fr)
- μετοχή αορίστου του ρήματος aimer: αγαπημένος
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | aimé | aimés |
θηλυκό | aimée | aimées |
aimé (fr)
aimé (fr)