ενικός         πληθυντικός  
aigreur aigreurs

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

aigreur (fr) θηλυκό

  1. (γαστρονομία) η ξινίλα
     αντώνυμα: douceur
  2. (μεταφορικά) δριμύτητα, κακή διάθεση που εμφανίζεται με δυσάρεστες παρατηρήσεις στον άλλον
     αντώνυμα: aménité, sérénité

Συγγενικά

επεξεργασία
  • → δείτε τη λέξη aigre