aideso
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- aideso < αγγλική AIDS
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | aideso | aidesoj |
αιτιατική | aideson | aidesojn |
aideso (eo)
- το AIDS
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | aideso | aidesoj |
αιτιατική | aideson | aidesojn |
aideso (eo)