aguichant
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | aguichant | aguichants |
θηλυκό | aguichante | aguichantes |
Επίθετο
επεξεργασίαaguichant (fr)
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη aguicher
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | aguichant | aguichants |
θηλυκό | aguichante | aguichantes |
aguichant (fr)