agrokulturo
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | agrokulturo | agrokulturoj |
αιτιατική | agrokulturon | agrokulturojn |
agrokulturo (eo)
- η γεωργία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | agrokulturo | agrokulturoj |
αιτιατική | agrokulturon | agrokulturojn |
agrokulturo (eo)