agregaĵo
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | agregaĵo | agregaĵoj |
αιτιατική | agregaĵon | agregaĵojn |
agregaĵo (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | agregaĵo | agregaĵoj |
αιτιατική | agregaĵon | agregaĵojn |
agregaĵo (eo)