agordilo
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | agordilo | agordiloj |
αιτιατική | agordilon | agordilojn |
agordilo (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | agordilo | agordiloj |
αιτιατική | agordilon | agordilojn |
agordilo (eo)