agonisant
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | agonisant | agonisants |
θηλυκό | agonisante | agonisantes |
Επίθετο επεξεργασία
agonisant (fr)
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | agonisant | agonisants |
θηλυκό | agonisante | agonisantes |
agonisant (fr)