agleca
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | agleca | aglecaj |
αιτιατική | aglecan | aglecajn |
agleca (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | agleca | aglecaj |
αιτιατική | aglecan | aglecajn |
agleca (eo)