agato
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | agato | agatoj |
αιτιατική | agaton | agatojn |
agato (eo)
- ο αχάτης
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | agato | agatoj |
αιτιατική | agaton | agatojn |
agato (eo)