aganto
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | aganto | agantoj |
αιτιατική | aganton | agantojn |
aganto (eo)
- η δράση
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | aganto | agantoj |
αιτιατική | aganton | agantojn |
aganto (eo)