afto
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | afto | aftoj |
αιτιατική | afton | aftojn |
afto (eo)
- η άφθα
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | afto | aftoj |
αιτιατική | afton | aftojn |
afto (eo)