afrikano
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | afrikano | afrikanoj |
αιτιατική | afrikanon | afrikanojn |
afrikano (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | afrikano | afrikanoj |
αιτιατική | afrikanon | afrikanojn |
afrikano (eo)