afido
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | afido | afidoj |
αιτιατική | afidon | afidojn |
afido (eo)
- η μελίγκρα
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | afido | afidoj |
αιτιατική | afidon | afidojn |
afido (eo)