afiŝeto
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | afiŝeto | afiŝetoj |
αιτιατική | afiŝeton | afiŝetojn |
afiŝeto (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | afiŝeto | afiŝetoj |
αιτιατική | afiŝeton | afiŝetojn |
afiŝeto (eo)