afelio
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | afelio | afelioj |
αιτιατική | afelion | afeliojn |
afelio (eo)
- το αφήλιο
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | afelio | afelioj |
αιτιατική | afelion | afeliojn |
afelio (eo)