aertubo
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | aertubo | aertuboj |
αιτιατική | aertubon | aertubojn |
aertubo (eo)
- η σαμπρέλα
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | aertubo | aertuboj |
αιτιατική | aertubon | aertubojn |
aertubo (eo)