aerpirato
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | aerpirato | aerpiratoj |
αιτιατική | aerpiraton | aerpiratojn |
aerpirato (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | aerpirato | aerpiratoj |
αιτιατική | aerpiraton | aerpiratojn |
aerpirato (eo)