aerpafilo
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- aerpafilo < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | aerpafilo | aerpafiloj |
αιτιατική | aerpafilon | aerpafilojn |
aerpafilo (eo)
- αεροβόλο όπλο
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | aerpafilo | aerpafiloj |
αιτιατική | aerpafilon | aerpafilojn |
aerpafilo (eo)