aeronaŭto
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | aeronaŭto | aeronaŭtoj |
αιτιατική | aeronaŭton | aeronaŭtojn |
aeronaŭto (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | aeronaŭto | aeronaŭtoj |
αιτιατική | aeronaŭton | aeronaŭtojn |
aeronaŭto (eo)