aermalsano
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- aermalsano < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | aermalsano | aermalsanoj |
αιτιατική | aermalsanon | aermalsanojn |
aermalsano (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | aermalsano | aermalsanoj |
αιτιατική | aermalsanon | aermalsanojn |
aermalsano (eo)