aermalsana
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- aermalsana < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | aermalsana | aermalsanaj |
αιτιατική | aermalsanan | aermalsanajn |
aermalsana (eo)
- που πάσχει από ναυτία στο αεροπλάνο