aerklimatizita
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- aerklimatizita < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | aerklimatizita | aerklimatizitaj |
αιτιατική | aerklimatizitan | aerklimatizitajn |
aerklimatizita (eo)
- που αερίζεται με αιρκοντίσιον