Λατινικά (la) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

advolo < (λατινικά) ad (la) + (λατινικά) volo (la) (=πετώ)

  Ρήμα επεξεργασία

advolo (la) (advolō1, advolāvī, advolātum, advolāre)

Κλίση επεξεργασία