adversatif
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- adversatif < δημώδης λατινική adversativus
Επίθετο
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | adversatif | adversatifs |
θηλυκό | adversative | adversatives |
adversatif (fr)
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | adversatif | adversatifs |
θηλυκό | adversative | adversatives |
adversatif (fr)