Ετυμολογία

επεξεργασία
advection < λατινική advectio

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ædˈvɛkʃən/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
advection advections

advection (en)

Δείτε επίσης

επεξεργασία
  • advection στην αγγλική Βικιπαίδεια