adultulo
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- adultulo < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | adultulo | adultuloj |
αιτιατική | adultulon | adultulojn |
adultulo (eo)
- η μοιχεία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | adultulo | adultuloj |
αιτιατική | adultulon | adultulojn |
adultulo (eo)