adresatulo
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | adresatulo | adresatuloj |
αιτιατική | adresatulon | adresatulojn |
adresatulo (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | adresatulo | adresatuloj |
αιτιατική | adresatulon | adresatulojn |
adresatulo (eo)