adoleskanteco
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | adoleskanteco | adoleskantecoj |
αιτιατική | adoleskantecon | adoleskantecojn |
adoleskanteco (eo)
- η εφηβεία
Σημειώσεις
επεξεργασία- Ο όρος χρησιμοποιείται στο παρόν (-ant-). Ο γενικότερος όρος είναι: adoleskeco.