admittance
Αγγλικά (en)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- admittance < admit
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
admittance (en)
- είσοδος, το δικαίωμα εισόδου
- εισαγωγή σε νοσοκομείο
- (φυσική) η αγωγιμότητα. Διαφέρει από τον όρο conductance κατά το ότι λαμβάνει υπόψη εκτός από τις φυσικές ιδιότητες του αγωγού και άλλες δυναμικές παραμέτρους