adhérent
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | adhérent | adhérents |
θηλυκό | adhérente | adhérentes |
adhérent (fr)
- (για διάφορες ουσίες) που έχει τάση να παραμένει προσκολλημένος σε κάτι
Ουσιαστικό
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | adhérent | adhérents |
θηλυκό | adhérente | adhérentes |
adhérent (fr)
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη adhérer