adepto
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | adepto | adeptoj |
αιτιατική | adepton | adeptojn |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαadepto (eo)
- ο οπαδός
Ίντο (io)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
---|---|
adepto | adepti |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαadepto (io)
- ο οπαδός