adelfo
Ιταλικά (it)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
---|---|
adelfo | adelfi |
Ετυμολογία
επεξεργασία- adelfo < αρχαία ελληνική ἀδελφός • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Επίθετο
επεξεργασίαadelfo (it)
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
adelfo | adelfi |
adelfo (it)