aconier
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
aconier | aconiers |
Ουσιαστικό επεξεργασία
aconier (fr) αρσενικό
- επιχειρηματίας που ασχολείται με τη φόρτωση και την εκφόρτωση εμπορευμάτων από πλοία
ενικός | πληθυντικός |
aconier | aconiers |
aconier (fr) αρσενικό